AC - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

AC - translation to ρωσικά

PÁGINA DE DESAMBIGUAÇÃO DE UM PROJETO DA WIKIMEDIA
Ac

AC         
нечто, что-то, кое-что, что-либо, что-нибудь, немного, несколько, состояние, богатство, (устар.) знать
AC         
1) (Acre) Акре (штат в Бразилии); 2) (alguma coisa) что-то; что-л.; нечто; кое-что; 3) (account current англ.) текущий счет
actínio         
ELEMENTO QUÍMICO COM NÚMERO ATÓMICO 89
Actinio
{m}
- актиний, Ac

Ορισμός

acre
sm (ingl acre) Medida agrária de superfície variável, usada nalguns países e baseada em uma unidade antiga que correspondia à área de terreno arado por uma junta de bois em um dia.
adj m+f (lat acre)
1 De ação picante e corrosiva.
2 Áspero, irritante.
3 Azedo.
4 Acerbo, desabrido, irascível
Sup abs sint: acérrimo e acríssimo. sm Med Princípio a que se atribui ação irritante particular.

Βικιπαίδεια

AC


AC, Ac, ac, a/c ou .ac pode referir-se a:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για AC
1. The minister may also marginally reduce all AC–class fares in line with last year‘s strategy, when he slashed by 18 per cent and 10 per cent the first AC and second AC class fares," a Rail Bhawan source indicated.
2. He had previously coached AC Milan, Juventus and Roma.
3. In 2001, the AC–130Us flew just over 5,200 hours.
4. The financial services company, headquartered in Amsterdam, ac...
5. AC: I think actually, over the religious hatred legislation.